ἀποπεμπτικός: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apopemptikos | |Transliteration C=apopemptikos | ||
|Beta Code=a)popemptiko/s | |Beta Code=a)popemptiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[valedictory]], <b class="b3">ὕμνοι</b> Men.Rh.p.336S.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:45, 29 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A valedictory, ὕμνοι Men.Rh.p.336S.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπεμπτικός: -ή, -όν, προπεμπτικός, ὕμνοι ἀποπεμπτικοί, ἀδόμενοι κατὰ τὰς πιστευομένας ἀποδημίας τῶν θεῶν ἔκ τινος τόπου ἢ χώρας, τὸ «κατ’ εὐόδιον» ὡς λέγομεν νῦν, Ρήτορες (Walz) τ. 9. 132, 10., 139, 5· ἀποπεμπτικὸν τῆς τοῦ λαοῦ ἀμαρτίας τὸ ζῷον τοῦτο, ὁ ἀποπομπαῖος τράγος, Γρηγ. Νύσσ. 1. σ. 364.
Spanish (DGE)
-ή, -όν de despedida ὕμνοι Men.Rh.336, cf. 333.
Greek Monolingual
ἀποπεμπτικός, -ή, -όν (Α) απόπεμπτος
1. αυτός που αναφέρεται στην αποπομπή, αποτρεπτικός
2. φρ. «ἀποπεμπτικοὶ ὕμνοι» — ύμνοι που κατευόδωναν κάποιον θεό όταν έφευγε από τον ναό του.