ἐκτραχηλισμός: Difference between revisions

From LSJ

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
(11)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ektrachilismos
|Transliteration C=ektrachilismos
|Beta Code=e)ktraxhlismo/s
|Beta Code=e)ktraxhlismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">beheading</b>, Id.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[beheading]], Id.</span>
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 14:40, 29 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτρᾰχηλισμός Medium diacritics: ἐκτραχηλισμός Low diacritics: εκτραχηλισμός Capitals: ΕΚΤΡΑΧΗΛΙΣΜΟΣ
Transliteration A: ektrachēlismós Transliteration B: ektrachēlismos Transliteration C: ektrachilismos Beta Code: e)ktraxhlismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A beheading, Id.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ decapitación, Gloss.7.510.

Greek Monolingual

ο (AM ἐκτραχηλισμός)
εκτροπή σε αναίσχυντες πράξεις, αποχαλίνωση, αναίσχυντες πράξεις
νεοελλ.
1. απογύμνωση του τραχήλου ή και του στήθους
2. μία από τις λαβές του κεφαλιού κατά την πάλη, το κεφαλοκλείδωμα
μσν.
αποκεφαλισμός.