ἐκτραχηλισμός
From LSJ
Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht
English (LSJ)
ὁ, beheading, decapitation, cutting the head off, cutting off the head, guillotining, bringing to the block, chopping off one's head, axing, decollating, Id.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ decapitación, Gloss.7.510.
Greek Monolingual
ο (AM ἐκτραχηλισμός)
εκτροπή σε αναίσχυντες πράξεις, αποχαλίνωση, αναίσχυντες πράξεις
νεοελλ.
1. απογύμνωση του τραχήλου ή και του στήθους
2. μία από τις λαβές του κεφαλιού κατά την πάλη, το κεφαλοκλείδωμα
μσν.
αποκεφαλισμός.