ὑδρόμελι: Difference between revisions
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
(4b) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ydromeli | |Transliteration C=ydromeli | ||
|Beta Code=u(dro/meli | |Beta Code=u(dro/meli | ||
|Definition=ιτος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ιτος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[hydromel]], later Gr. for <b class="b3">μελίκρατον</b>, Dsc.5.9, Ath.Med. ap. Orib.inc.<span class="bibl">23.3</span>, <span class="bibl">S.E. <span class="title">M.</span>6.44</span>, <span class="bibl">Sor.1.52</span>, Gal.6.274.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:45, 29 June 2020
English (LSJ)
ιτος, τό,
A hydromel, later Gr. for μελίκρατον, Dsc.5.9, Ath.Med. ap. Orib.inc.23.3, S.E. M.6.44, Sor.1.52, Gal.6.274.
German (Pape)
[Seite 1174] τό, Honigwasser, eine Art Meth; S. Emp. adv. mus. 44; Geopon.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρόμελι: -ιτος, τό, εἶδος ποτοῦ ἐκ μέλιτος μεθ’ ὕδατος μεμιγμένου, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 6. 44, Διοσκ. 5. 17, Γαλην., κλπ.· οἱ Ἀττικοὶ ἔλεγον αὐτὸ μελίκρατον, ἴδε Μοῖρ. 254.
Greek Monolingual
το / ὑδρόμελι, -μέλιτος, ΝΜΑ, και υδρομέλι Ν
είδος ποτού που παρασκευάζεται με αλκοολική ζύμωση διαλύματος μελιού σε νερό
νεοελλ.
συνεκδ. φαρμακευτικό σκεύασμα από το παραπάνω μίγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + μέλι.
Russian (Dvoretsky)
ὑδρόμελι: ιτος τό мед (напиток) Sext.