μονότονος: Difference between revisions
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=monotonos | |Transliteration C=monotonos | ||
|Beta Code=mono/tonos | |Beta Code=mono/tonos | ||
|Definition=ον, (<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> τόνος 11.2) <b class="b2">of one tone</b> in music, | |Definition=ον, (<span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> τόνος 11.2) <b class="b2">of one tone</b> in music, [[uniform]], [[monotonous]]. Adv. -νως Longin.34.2. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> metaph., [[obstinate]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>163</span>; [[steady]], <span class="bibl">Heph.Astr.1.1</span>; expld. by <b class="b3">μόνος ὤν, ὑπάρχων, μονομάχος</b>, Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:25, 29 June 2020
English (LSJ)
ον, (
A τόνος 11.2) of one tone in music, uniform, monotonous. Adv. -νως Longin.34.2. II metaph., obstinate, Ptol.Tetr.163; steady, Heph.Astr.1.1; expld. by μόνος ὤν, ὑπάρχων, μονομάχος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 205] eintönig, von einerlei Ton, übh. einförmig, Gramm. u. Rhett. – Auch adv. μονοτόνως, Longin. 34, 2.
Greek (Liddell-Scott)
μονότονος: -ον, (τόνος ΙΙ. 2) ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς καὶ τοῦ αὐτοῦ μουσικοῦ τόνου, ὁμοιόμορφος, μονότονος. - Ἐπίρρ. -νως, Λογγῖν. 34. 2. ΙΙ. μεταφορ., ἰσχυρογνώμων, Γλωσσ.· ἐντεῦθεν, μονοτονέω, ἴδε τὴν λέξιν.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μονότονος, -ον)
αυτός που αποτελείται από έναν και τον αυτό μουσικό τόνο, ομοιόμορφος, που έχει διαρκώς έναν και μόνο τόνο, που δεν έχει ηχητική ποικιλία·