προσκλητικός: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosklitikos | |Transliteration C=prosklitikos | ||
|Beta Code=prosklhtiko/s | |Beta Code=prosklhtiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[calling]], [[addressing]], φωνή Plu.2.354d; <b class="b3">π. ἔχει δύναμιν τὸ κάλλος</b> <b class="b2">that calls men to it</b>, <span class="bibl">Ph.2.496</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:00, 29 June 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A calling, addressing, φωνή Plu.2.354d; π. ἔχει δύναμιν τὸ κάλλος that calls men to it, Ph.2.496.
German (Pape)
[Seite 769] ή, όν, zurufend, anredend, nennend, φωνή, Plut. de Is. et Osir. 9.
Greek (Liddell-Scott)
προσκλητικός: -ή, -όν, ὁ χρησιμεύων ἢ ἀνήκων εἰς πρόσκλησιν, Πλούτ. 2. 354D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui sert à appeler, qui appelle.
Étymologie: προσκαλέω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α προσκαλῶ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πρόσκληση
2. αυτός με τον οποίο προσκαλείται κάποιος, αυτός που χρησιμεύει για πρόσκληση
3. προκλητικός, σαγηνευτικός («προσκλητικὴν ἔχει δύμιν τὸ κάλλος», Φίλ.).
Russian (Dvoretsky)
προσκλητικός: зовущий, призывный (φωνή Plut.).