σαγηνευτικός
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
Greek Monolingual
-ή, -ό, Ν
ο ικανός να σαγηνεύει, δελεαστικός, γοητευτικός.
επίρρ...
σαγηνευτικώς και σαγηνευτικά Ν
με σαγηνευτικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σαγηνευτής. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στον θ. Ν. Φλογαΐτη].