σπάταλος: Difference between revisions
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
(38) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spatalos | |Transliteration C=spatalos | ||
|Beta Code=spa/talos | |Beta Code=spa/talos | ||
|Definition=[<b class="b3">σπᾰ], ον</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[<b class="b3">σπᾰ], ον</b>, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[wanton]], [[lascivious]], κλέμματα <span class="title">AP</span>5.17 (Rufin.); of persons, Bardesan. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>6.10</span>, <span class="bibl">Eust.1437.22</span>, etc., cf. Sm.<span class="title">De.</span> 28.54, <span class="title">AP</span>5.26 (Rufin.). [Oxyt. in Eus. and Sm. ll.cc.]</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 23:05, 29 June 2020
English (LSJ)
[σπᾰ], ον,
A wanton, lascivious, κλέμματα AP5.17 (Rufin.); of persons, Bardesan. ap. Eus.PE6.10, Eust.1437.22, etc., cf. Sm.De. 28.54, AP5.26 (Rufin.). [Oxyt. in Eus. and Sm. ll.cc.]
Greek (Liddell-Scott)
σπάτᾰλος: -ον, ἀκόλαστος, φιλήδονος, κλέμματα Ἀνθ. Π. 5. 18· ἐπὶ προσώπων, Εὐσ. Εὐαγγ. Προπ. 276Α, Εὐστ., κλπ.· - φέρεται ὀξυτόνως ἐν Ἀνθ. Π. 5. 27.
Greek Monolingual
-η, -ο / σπάταλος, -ον, ΝΜΑ, και σπαταλός, -ή, -όν, Α
αυτός που δαπανά, που ξοδεύει χωρίς μέτρο, χωρίς φειδώ, ασυλλόγιστα, πολυδάπανος, πολυέξοδος (α. «είναι σπάταλος, δεν του μένει δραχμή» β. «τὰ τῶν σπαταλῶν τέρματα παλλακίδων», Ρουφίν.)
νεοελλ.
αυτός που χαρακτηρίζεται από σπατάλη («σπάταλη διαχείριση»).
επίρρ...
σπάταλα Ν
με σπατάλη, χωρίς φειδώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. της λ. σπατάλη.