συνυπόληψις: Difference between revisions
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
(40) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synypolipsis | |Transliteration C=synypolipsis | ||
|Beta Code=sunupo/lhyis | |Beta Code=sunupo/lhyis | ||
|Definition=late Dor. -λᾱμψις, εως, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=late Dor. -λᾱμψις, εως, ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[support]], [[relief]], τᾶς πόλεως <span class="title">IG</span>5(1).1146.21 (Gytheum, i B.C.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ήψεως, και δωρ. τ. [[συνυπόλαμψις]], -άμψεως, ἡ, Α [[συνυπολαμβάνω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[συνυπολαμβάνω]], [[υποστήριξη]], [[βοήθεια]]. | |mltxt=-ήψεως, και δωρ. τ. [[συνυπόλαμψις]], -άμψεως, ἡ, Α [[συνυπολαμβάνω]]<br />η [[ενέργεια]] του [[συνυπολαμβάνω]], [[υποστήριξη]], [[βοήθεια]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 29 June 2020
English (LSJ)
late Dor. -λᾱμψις, εως, ἡ,
A support, relief, τᾶς πόλεως IG5(1).1146.21 (Gytheum, i B.C.).
Greek Monolingual
-ήψεως, και δωρ. τ. συνυπόλαμψις, -άμψεως, ἡ, Α συνυπολαμβάνω
η ενέργεια του συνυπολαμβάνω, υποστήριξη, βοήθεια.