συναλλακτής: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=synallaktis | |Transliteration C=synallaktis | ||
|Beta Code=sunallakth/s | |Beta Code=sunallakth/s | ||
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[mediator]], [[negotiator]], Id. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> an official concerned with the tax on sales (?), <span class="bibl"><span class="title">POxy.</span>43vii 4</span>, al. (iii A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 23:15, 29 June 2020
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A mediator, negotiator, Id. II an official concerned with the tax on sales (?), POxy.43vii 4, al. (iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 998] ὁ, der Verkehr mit Einem hat, Handel mit ihm treibt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συναλλακτής: -οῦ, ἢ συναλλάκτης, ου, ὁ, μεσίτης, ὁ τὰς διαπραγματεύσεις ἐνεργῶν, Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 753.
Greek Monolingual
και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ συναλλάσσω
ο μεσίτης που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις.
Greek Monolingual
και συναλλάκτης, ὁ, ΜΑ συναλλάσσω
ο μεσίτης που διενεργεί τις συναλλαγές, τις διαπραγματεύσεις.