ἰσόζυγος: Difference between revisions
τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known
(18) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=isozygos | |Transliteration C=isozygos | ||
|Beta Code=i)so/zugos | |Beta Code=i)so/zugos | ||
|Definition=ον, Gramm., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ον, Gramm., <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[of the same number and person]], ῥῆμα <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>69.8</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> gloss on [[ἀντίζυγα]], Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:45, 30 June 2020
English (LSJ)
ον, Gramm.,
A of the same number and person, ῥῆμα A.D.Pron.69.8. II gloss on ἀντίζυγα, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1264] dasselbe, υἱέα τιμήσουσιν ἰσόζυγον ᾧ γενετῆρι Nonn. par. 5, 23.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόζῠγος: -ον, καὶ ἰσόζυξ, γεν. ῠγος, ὁ, ἡ, ἴσος καθ’ ὅλα, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 5. 85. 2) ἰσόζυγον ῥῆμα, τὸ λαμβάνον ἀντικείμενον ταυτοπροσωποῦν ἑαυτῷ, ὡς π. χ., τύπτω ἑμαυτόν, τύπτεις σεαυτὸν Ἀπολλώνιος Δύσκ. περὶ Ἀντωνυμ. 348Α. 3) = ἰσοβαρής, Ἐπιφάν. ΙΙ. 33Α. 253Β.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἰσόζυξ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἰσόζυγος, -ον)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον, ισοβαρής, ισόσταθμος, ισοζυγής
αρχ.
γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό και το ίδιο πρόσωπο με άλλον («ἰσόζυγον ῥῆμα» — το ρήμα που έχει αντικείμενο το οποίο ταυτοπροσωπεί με τον εαυτό του, δηλαδή που είναι το ίδιο πρόσωπο με το υποκείμενο του, π.χ., διδάσκω ἐμαυτόν, τύπτεις σεαυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -ζυγος (< ζυγός), πρβλ. ετερό-ζυγος, νεό-ζυγος].