λαθάνεμος: Difference between revisions

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source
(3)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lathanemos
|Transliteration C=lathanemos
|Beta Code=laqa/nemos
|Beta Code=laqa/nemos
|Definition=[<b class="b3">ᾰν], ον</b>, Dor. for ληθ-, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">escaping wind</b>, ὥρα <span class="bibl">Simon.12.3</span>.</span>
|Definition=[<b class="b3">ᾰν], ον</b>, Dor. for ληθ-, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[escaping wind]], ὥρα <span class="bibl">Simon.12.3</span>.</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 21:55, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾱθάνεμος Medium diacritics: λαθάνεμος Low diacritics: λαθάνεμος Capitals: ΛΑΘΑΝΕΜΟΣ
Transliteration A: lathánemos Transliteration B: lathanemos Transliteration C: lathanemos Beta Code: laqa/nemos

English (LSJ)

[ᾰν], ον, Dor. for ληθ-,

   A escaping wind, ὥρα Simon.12.3.

Greek (Liddell-Scott)

λᾱθάνεμος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ ληθ-, διαφεύγων τὸν ἄνεμον, νήνεμος, γαλήνιος, ὥρα Σιμων. 12.

Greek Monolingual

λαθάνεμος και ληθάνεμος, -ον (Α)
αυτός που διαφεύγει τον άνεμο, αυτός που δεν έχει άνεμο, ήρεμος, γαλήνιοςλαθάνεμος ὥρα», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λαθ- του λανθάνω, (πρβλ. αόρ. -λαθ-ον) + ἄνεμος (πρβλ. αλεξ-άνεμος, κωλυσ-άνεμος). Ο τ. ληθάνεμος < θ. ληθ- του λανθάνω (πρβλ. παρακμ. λέ-ληθ-α) + ἄνεμος.

Russian (Dvoretsky)

λᾱθάνεμος: (ᾰν) безветренный, тихий (ὥρα Simonides ap. Arst.).