τεκμαρτός: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
(40)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tekmartos
|Transliteration C=tekmartos
|Beta Code=tekmarto/s
|Beta Code=tekmarto/s
|Definition= ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">possible to be determined</b>, πρὸς εἶδος . . οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν <span class="bibl">Cratin.260</span> (hex.).</span>
|Definition= ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[possible to be determined]], πρὸς εἶδος . . οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν <span class="bibl">Cratin.260</span> (hex.).</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:30, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεκμαρτός Medium diacritics: τεκμαρτός Low diacritics: τεκμαρτός Capitals: ΤΕΚΜΑΡΤΟΣ
Transliteration A: tekmartós Transliteration B: tekmartos Transliteration C: tekmartos Beta Code: tekmarto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A possible to be determined, πρὸς εἶδος . . οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτόν Cratin.260 (hex.).

German (Pape)

[Seite 1082] woraus man Zeichen entnehmen, vermuthen, schließen oder urtheilen kann, οὐδὲν ἰδόντι τεκμαρτόν Cratin. bei Hephaest. p. 6.

Greek (Liddell-Scott)

τεκμαρτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ συμπεράνῃ, νὰ εἰκάσῃ, οὐδὲ πρὸς εἶδος ἄρ’ ἦν οὐδὲν προσιδόντι τεκμαρτὸν Κρατῖνος ἐν «Ὥραις» 3.

Greek Monolingual

ή, -ό / τεκμαρτός, -ή, -όν, ΝΜΑ τεκμαίρομαι
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να συμπεράνει, να συναγάγει ως συμπέρασμα από τα στοιχεία που έχει στη διάθεσή του
νεοελλ.
φρ. α) «τεκμαρτό εισόδημα» — το εισόδημα που προσδιορίζεται με υπολογισμό βάσει ορισμένων τεκμηρίων
β) «τεκμαρτό ενοίκιο» — το θεωρητικό ενοίκιο για ιδιοκατοίκηση που συμπεραίνεται από σχετικά στοιχεία.