φαινίνδα: Difference between revisions

From LSJ

τους φίλους λόγων τέχναιν επαίδευσας → Using 2 artifices, you educated (taught) those who love rhetoric.

Source
(44)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=faininda
|Transliteration C=faininda
|Beta Code=faini/nda
|Beta Code=faini/nda
|Definition=<b class="b3">παίζειν</b>, to play <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">at ball</b>, <span class="bibl">Antiph.283</span>, Juba <span class="bibl">81</span>, <span class="bibl">Ath.1.14f</span>, <span class="bibl">Poll.9.105</span>: written φενίνδα in <span class="title">Com.Adesp.</span>711.</span>
|Definition=<b class="b3">παίζειν</b>, to play <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[at ball]], <span class="bibl">Antiph.283</span>, Juba <span class="bibl">81</span>, <span class="bibl">Ath.1.14f</span>, <span class="bibl">Poll.9.105</span>: written φενίνδα in <span class="title">Com.Adesp.</span>711.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 13:35, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαινίνδᾰ Medium diacritics: φαινίνδα Low diacritics: φαινίνδα Capitals: ΦΑΙΝΙΝΔΑ
Transliteration A: phainínda Transliteration B: phaininda Transliteration C: faininda Beta Code: faini/nda

English (LSJ)

παίζειν, to play

   A at ball, Antiph.283, Juba 81, Ath.1.14f, Poll.9.105: written φενίνδα in Com.Adesp.711.

German (Pape)

[Seite 1250] adv., gew. mit παίζειν, Fangball spielen, nach Ath. I, 14 f von ἄφεσις; vgl. die Beschreibung des Antiphan. bei Ath. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

φαινίνδᾰ: παίζειν, παιδιὰ μετὰ σφαίρας (πρβλ. ἁρπαστόν, ἐφετίνδα), «φαινίνδα δὲ (παιδιά) ἐστιν ὅταν ἑτέρῳ τὴν σφαῖραν προδεικνύντες ἑτέρῳ αὐτὴν ἐπιπέμπωσιν» Σχόλ. εἰς Πλάτ. σ. 358 ἔκδ. Βεκκήρ., πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 105· σφαῖραν λαβὼν τῷ μὲν διδοὺς ἔχαιρε, τὸν δ’ ἔφευγ’ ἅμα, τοῦ δὲ ἐξέκρουσε, τὸν δ’ ἀνέστησε πάλιν, κλαγκταῖσι φωναῖς Ἀντιφάνης παρ’ Ἀθην. 15Α.

Greek Monolingual

ή φαιννίς, -ίδος, και δ. γρφ. φενίνδα, η, Α
είδος παιχνιδιού που επινοήθηκε πιθανώς από τον δάσκαλο Φαινέστιο ή Φαινίνδη ή Φαινίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτ-ίνδα, στρεπτ-ίνδα)].