φαινίνδα

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαινίνδᾰ Medium diacritics: φαινίνδα Low diacritics: φαινίνδα Capitals: ΦΑΙΝΙΝΔΑ
Transliteration A: phainínda Transliteration B: phaininda Transliteration C: faininda Beta Code: faini/nda

English (LSJ)

παίζειν, to play at ball, Antiph.283, Juba 81, Ath.1.14f, Poll.9.105: written φενίνδα in Com.Adesp.711.

German (Pape)

[Seite 1250] adv., gew. mit παίζειν, Fangball spielen, nach Ath. I, 14 f von ἄφεσις; vgl. die Beschreibung des Antiphan. bei Ath. a. a. O.

Greek (Liddell-Scott)

φαινίνδᾰ: παίζειν, παιδιὰ μετὰ σφαίρας (πρβλ. ἁρπαστόν, ἐφετίνδα), «φαινίνδα δὲ (παιδιά) ἐστιν ὅταν ἑτέρῳ τὴν σφαῖραν προδεικνύντες ἑτέρῳ αὐτὴν ἐπιπέμπωσιν» Σχόλ. εἰς Πλάτ. σ. 358 ἔκδ. Βεκκήρ., πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 105· σφαῖραν λαβὼν τῷ μὲν διδοὺς ἔχαιρε, τὸν δ’ ἔφευγ’ ἅμα, τοῦ δὲ ἐξέκρουσε, τὸν δ’ ἀνέστησε πάλιν, κλαγκταῖσι φωναῖς Ἀντιφάνης παρ’ Ἀθην. 15Α.

Greek Monolingual

ή φαιννίς, -ίδος, και δ. γρφ. φενίνδα, η, Α
είδος παιχνιδιού που επινοήθηκε πιθανώς από τον δάσκαλο Φαινέστιο ή Φαινίνδη ή Φαινίδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαίνω + επιρρμ. κατάλ. -ίνδα (πρβλ. κρυπτίνδα, στρεπτίνδα)].