ἐφετίνδα
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
παίζειν, Adv., play at catch-ball (with play on ἔφεσις 1.2), Cratin.415.
German (Pape)
[Seite 1116] adv., mit ausgelassenem παίζειν, eine Art Ballspiel, nach Phot. lex. ὅταν ἄλλῳ προδείξαντες τὴν σφαῖραν ἄλλῳ ἀφῶσιν, od. richtiger ἐφῶσιν (Hesych. ἀλλαχῆ βάλλωσι); die Alten dachten bei der Ableitung an φενακίζω; E. M. erwähnt p. 402, 41, daß Cratin. es auf die Richter übertragen, ἀνέπλασε παρὰ τὰς ἐν τοῖς δικαστηρίοις γενομένας ἐφέσεις, womit er komisch die Unsicherheit der gerichtlichen Entscheidungen, die auf eine Partei zu zielen schienen u. die andere trafen, bezeichnete.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφετίνδα: παίζειν (Ἐπίρρ.), «εἶδος παιδιᾶς, ὅταν σφαῖραν ἄλλῃ προτείναντες ἀλλαχῇ βάλλωσι» Ἡσύχ. - «ἐφετίνδα ὄνομα παιδιᾶς φενακικῆς. Ὡς γὰρ Ἀριστοφάνης φησὶ τὸ ὀστρακίνδα παρὰ τὸ ὄστρακον ἀναπλάσας, αἰνιττόμενος τὸν ἐξοστρακισμόν, οὕτω Κρατῖνος ἀνέπλασε τὸ ἐφετίνδα, παρὰ τὰς ἐν τοῖς δικαστηρίοις γινομένας ἐφέσεις» Ἐτυμ. Μ. 402. 39· - «ἡ δὲ ἐφετίνδα, ὥς ἐστιν εἰκάζειν, ὄστρακον ἀφέντα ἐς κύκλον ἐχρῆν συμμετρήσασθαι, ὡς ἐντὸς τοῦ κύκλου στῇ» Πολυδ. Θ΄, 117.
Greek Monolingual
ἐφετίνδα (Α)
επίρρ. (κατά τον Ησύχ.) «ἐφετίνδα παίζειν
εἶδος παιδιᾱς, ὅταν σφαῖραν ἄλλη προτείναντες ἀλλαχῇ βάλλωσι».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐφετὸς < ἐφίημι (πρβλ. ἔφεσις) + κατάλ. -ίνδα (πρβλ. ἀκινητ-ίνδα (< ακίνητος + -ίνδα), διελκυστ-ίνδα (< διελκυστός + -ίνδα)].