τετράεδρος: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
(41)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetraedros
|Transliteration C=tetraedros
|Beta Code=tetra/edros
|Beta Code=tetra/edros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">having four faces</b>, πυραμίδες <span class="bibl">Iamb.<span class="title">in Nic.</span>p.93</span> P.: Subst. <b class="b3">-εδρον, τό</b>, Hero <b class="b2">*Deff</b>.99, <span class="bibl">Papp.352.12</span>, <span class="title">Theol.Ar.</span> 24.</span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[having four faces]], πυραμίδες <span class="bibl">Iamb.<span class="title">in Nic.</span>p.93</span> P.: Subst. <b class="b3">-εδρον, τό</b>, Hero <b class="b2">*Deff</b>.99, <span class="bibl">Papp.352.12</span>, <span class="title">Theol.Ar.</span> 24.</span>
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τετράεδρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] έδρες («τετράεδροι πυραμίδες», Ιάμβλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράεδρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[πυραμίδα]] με τριγωνική [[βάση]] (α. «κανονικό τετράεδρο» — τετράεδρο του οποίου οι έδρες [[είναι]] [[τέσσερα]] ίσα ισόπλευρα τρίγωνα<br />β. «τετράεδρον, ὅ ἐστι [[πυραμίς]]», Ήρων)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ορθόκεντρο]] τετραέδρου»<br /><b>μαθημ.</b> το [[σημείο]] στο οποίο τέμνονται τα [[τέσσερα]] ύψη του τετραέδρου<br />β) «[[θεωρία]] τετραέδρου»<br /><b>γεωλ.</b> [[θεωρία]] για την [[κατανομή]] της ξηράς και της θάλασσας, σύμφωνα με την οποία οι [[τέσσερεις]] ωκεανοί της Γης καταλαμβάνουν τις ισάριθμες πλευρές ενός τετραέδρου που έχει [[τέσσερα]] εξογκώματα στις θέσεις τών ακμών του, από τα οποία [[τρία]] εξογκώματα στο βόρειο [[ημισφαίριο]] και ένα στον νότιο [[πόλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕδρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>οκτά</i>-<i>εδρος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[τετράεδρος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[τέσσερεις]] έδρες («τετράεδροι πυραμίδες», Ιάμβλ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το τετράεδρο</i>(<i>ν</i>)<br />[[πυραμίδα]] με τριγωνική [[βάση]] (α. «κανονικό τετράεδρο» — τετράεδρο του οποίου οι έδρες [[είναι]] [[τέσσερα]] ίσα ισόπλευρα τρίγωνα<br />β. «τετράεδρον, ὅ ἐστι [[πυραμίς]]», Ήρων)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[ορθόκεντρο]] τετραέδρου»<br /><b>μαθημ.</b> το [[σημείο]] στο οποίο τέμνονται τα [[τέσσερα]] ύψη του τετραέδρου<br />β) «[[θεωρία]] τετραέδρου»<br /><b>γεωλ.</b> [[θεωρία]] για την [[κατανομή]] της ξηράς και της θάλασσας, σύμφωνα με την οποία οι [[τέσσερεις]] ωκεανοί της Γης καταλαμβάνουν τις ισάριθμες πλευρές ενός τετραέδρου που έχει [[τέσσερα]] εξογκώματα στις θέσεις τών ακμών του, από τα οποία [[τρία]] εξογκώματα στο βόρειο [[ημισφαίριο]] και ένα στον νότιο [[πόλο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>εδρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἕδρα]]), <b>πρβλ.</b> <i>οκτά</i>-<i>εδρος</i>].
}}
}}

Revision as of 14:46, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετράεδρος Medium diacritics: τετράεδρος Low diacritics: τετράεδρος Capitals: ΤΕΤΡΑΕΔΡΟΣ
Transliteration A: tetráedros Transliteration B: tetraedros Transliteration C: tetraedros Beta Code: tetra/edros

English (LSJ)

ον,

   A having four faces, πυραμίδες Iamb.in Nic.p.93 P.: Subst. -εδρον, τό, Hero *Deff.99, Papp.352.12, Theol.Ar. 24.

Greek Monolingual

-η, -ο / τετράεδρος, -ον, ΝΜΑ
1. αυτός που έχει τέσσερεις έδρες («τετράεδροι πυραμίδες», Ιάμβλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράεδρο(ν)
πυραμίδα με τριγωνική βάση (α. «κανονικό τετράεδρο» — τετράεδρο του οποίου οι έδρες είναι τέσσερα ίσα ισόπλευρα τρίγωνα
β. «τετράεδρον, ὅ ἐστι πυραμίς», Ήρων)
νεοελλ.
φρ. α) «ορθόκεντρο τετραέδρου»
μαθημ. το σημείο στο οποίο τέμνονται τα τέσσερα ύψη του τετραέδρου
β) «θεωρία τετραέδρου»
γεωλ. θεωρία για την κατανομή της ξηράς και της θάλασσας, σύμφωνα με την οποία οι τέσσερεις ωκεανοί της Γης καταλαμβάνουν τις ισάριθμες πλευρές ενός τετραέδρου που έχει τέσσερα εξογκώματα στις θέσεις τών ακμών του, από τα οποία τρία εξογκώματα στο βόρειο ημισφαίριο και ένα στον νότιο πόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. οκτά-εδρος].