τρίφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn

Menander, Monostichoi, 524
(42)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=trifonos
|Transliteration C=trifonos
|Beta Code=tri/fwnos
|Beta Code=tri/fwnos
|Definition=ον, (φωνή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">three-voiced</b>, Id. s.v. [[τριφάσιοι]].</span>
|Definition=ον, (φωνή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[three-voiced]], Id. s.v. [[τριφάσιοι]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 16:00, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίφωνος Medium diacritics: τρίφωνος Low diacritics: τρίφωνος Capitals: ΤΡΙΦΩΝΟΣ
Transliteration A: tríphōnos Transliteration B: triphōnos Transliteration C: trifonos Beta Code: tri/fwnos

English (LSJ)

ον, (φωνή)

   A three-voiced, Id. s.v. τριφάσιοι.

German (Pape)

[Seite 1149] dreistimmig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τρίφωνος: -ον, (φωνὴ) ὁ ἔχων τρεῖς φωνάς, Ἡσύχ. ἐν λέξ. τριφάσιοι.

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για μελωδία) αυτός που εκτελείται από τρεις φωνές
2. φρ. «τρίφωνη συγχορδία»
μουσ. συγχορδία αποτελούμενη από τρεις φθόγγους, έναν θεμέλιο και την τρίτη και την πέμπτη αρμονική του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ἡμί-φωνος].