ᾠοσκοπία: Difference between revisions

From LSJ

γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ooskopia
|Transliteration C=ooskopia
|Beta Code=w)&#x007C;oskopi/a
|Beta Code=w)&#x007C;oskopi/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">inspection of eggs, divination from them</b>, Suid. s.v. [[Ἑρμαγόρας]]:— ᾠο-σκοπικά, τά, [[a treatise thereon]], attributed to Orph., Id. s.v. [[Ὀρφεύς]].</span>
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[inspection of eggs]], [[divination from them]], Suid. s.v. [[Ἑρμαγόρας]]:— ᾠο-σκοπικά, τά, [[a treatise thereon]], attributed to Orph., Id. s.v. [[Ὀρφεύς]].</span>
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 16:26, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾠοσκοπία Medium diacritics: ᾠοσκοπία Low diacritics: ωοσκοπία Capitals: ΩΟΣΚΟΠΙΑ
Transliteration A: ōioskopía Transliteration B: ōoskopia Transliteration C: ooskopia Beta Code: w)|oskopi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A inspection of eggs, divination from them, Suid. s.v. Ἑρμαγόρας:— ᾠο-σκοπικά, τά, a treatise thereon, attributed to Orph., Id. s.v. Ὀρφεύς.

Greek (Liddell-Scott)

ᾠοσκοπία: ἡ, ἡ διὰ τῶν ᾠῶν μαντεία, Σουΐδ. ἐν λέξει Ἑρμαγόρας Ἀμφιπολίτης· -ὠοσκοπικά, τά, πραγματεία τις περὶ τῆς τέχνης ταύτης ἀποδιδομένη εἰς τὸν Ὀρφέα, Σουΐδ. ἐν λ. Ὀρφεὺς (f): πρβλ. ᾠοθυτικά.

Greek Monolingual

η / ᾠοσκοπία, ΝΑ, και ωοσκόπηση, Ν
αβγομαντεία
νεοελλ.
(τροφ. τεχνολ.) η εξέταση του περιεχομένου ακέραιων αβγών με τη βοήθεια ισχυρής φωτεινής δέσμης, για την ποιοτική ταξινόμησή τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ᾠόν «αβγό» + -σκοπία / -σκόπηση (< -σκόπος < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνο-σκοπία].