σπόδιος: Difference between revisions
Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=spodios | |Transliteration C=spodios | ||
|Beta Code=spo/dios | |Beta Code=spo/dios | ||
|Definition=α, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=α, ον, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[ash-coloured]], [[grey]], ὄνος <span class="bibl">Semon. 7.43</span> (sed leg. <b class="b3">σποδείης</b>) ; αἶγες <span class="bibl"><span class="title">PHib.</span>1.120.9</span> (iii B.C.); <b class="b3">χρῶμα</b>, of a dove, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Fr.</span>347</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> [[of the ashes]], epith. of Apollo, <span class="bibl">Paus.9.11.7</span>, <span class="bibl">9.12.1</span> (vulg. <b class="b3">Σπόνδιος</b>).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:45, 1 July 2020
English (LSJ)
α, ον,
A ash-coloured, grey, ὄνος Semon. 7.43 (sed leg. σποδείης) ; αἶγες PHib.1.120.9 (iii B.C.); χρῶμα, of a dove, Arist.Fr.347. 2 of the ashes, epith. of Apollo, Paus.9.11.7, 9.12.1 (vulg. Σπόνδιος).
German (Pape)
[Seite 923] aschfarbig, grau; ὄνος, Simonds. mul. 43, Arist. H. A. 8, 5.
Greek (Liddell-Scott)
σπόδιος: -α, -ον, ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τῆς τέφρας, φαιός, «στακτερός», «ψαρός», ὄνος Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 43 (ἔνθα ὁ Bgk. σπόδειος), Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 271. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τέφραν, ἐκ τέφρας, ἐπίθετ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Παυσ. 9. 11, 7 (κοινῶς Σπόνδιος), 9. 39, 9. 3) μεταφορ., ἴδε σποδὸς IV.
Greek Monolingual
-ία, -ον, και σπόδειος, -ον, Α σποδός
1. αυτός που έχει το χρώμα της σποδού, της στάχτης, τεφρός, σταχτής (α. «σπόδιον χρῶμα», Αριστοτ.
β. «αἶγες σπόδιαι», πάπ.)
2. προσωνυμία του Απόλλωνος («βωμός ἐστιν Ἀπόλλωνος ἐπίκλησιν Σποδίου» [δ. γρφ. Σπονδίου], Παυσ.).
Russian (Dvoretsky)
σπόδιος: Arst. = σποδοειδής.