τόρνευμα: Difference between revisions
From LSJ
τὸ δὲ χερσαῖον εἰς τὰ σφέτερα ἤθη καὶ νομοὺς διεξερπύσει → the land animal will crawl away to its own haunts and pastures
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+'s [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tornevma | |Transliteration C=tornevma | ||
|Beta Code=to/rneuma | |Beta Code=to/rneuma | ||
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[whirling motion]], as of a lathe; cf. τόρευμα <span class="bibl">11</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> pl., | |Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[whirling motion]], as of a lathe; cf. τόρευμα <span class="bibl">11</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span> pl., [[turner's chips]] or [[shavings]]. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ulc.</span>12</span>, <span class="title">IG</span>11(2).287<span class="title">A</span>23 (Delos, iii B. C.), Dsc. 1.80, <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Ren.Ves.</span>8.5</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 19:10, 3 July 2020
English (LSJ)
ατος, τό,
A whirling motion, as of a lathe; cf. τόρευμα 11. 2 pl., turner's chips or shavings. Hp.Ulc.12, IG11(2).287A23 (Delos, iii B. C.), Dsc. 1.80, Ruf.Ren.Ves.8.5.
Greek (Liddell-Scott)
τόρνευμα: τό, κίνησις περιφερική, ὡς ἡ τοῦ τόρνου, πρβλ. τόρευμα. 2) τορνεύματα, τὰ ἐκ τοῦ τόρνου πίπτοντα ξύσματα, ῥινήματα, Διοσκ. 1. 108.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ και τόρνεμα Ν τορνεύω
νεοελλ.
1. η τόρνευση, το τορνάρισμα
2. το αποτέλεσμα του τορνεύω, έργο επεξεργασμένο στον τόρνο
μσν.-αρχ.
στον πληθ. τὰ τορνεύματα
τα ξύσματα από την τόρνευση, πριονίδια, ρινίσματα
αρχ.
η περιστροφική κίνηση του τόρνου, καθώς και κάθε άλλη παρόμοια κίνηση.