ἄνους: Difference between revisions
From LSJ
Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist
(1) |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἄνους:''' стяж. = [[ἄνοος]]. | |elrutext='''ἄνους:''' стяж. = [[ἄνοος]]. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[foolish]] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:45, 4 July 2020
English (LSJ)
ουν, contr. for ἄνοος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄνους: ουν, (= ἀνούατος, ἄωτος, ἄνευ ὠτὸς ἤτοι λαβῆς) Ἐπιγρ. Ἀθηνῶν [ἡδυπότ]ιον, ὃ ἀνέθηκε Κτησικλῆς, ἄνους... ἄνουν Bull. de cor. hell. II. σ. 425.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
att. c. ἄνοος.
Spanish (DGE)
v. ἄνοος.
Greek Monolingual
-ουν (AM ἄνους και ἄνοος, -ον)
1. άμυαλος, ανόητος
2. επιπόλαιος, ασύνετος
νεοελλ.
αυτός που πάσχει από άνοια.
Greek Monotonic
ἄνους: -ουν, συνηρ. αντί ἄνοος.
Russian (Dvoretsky)
ἄνους: стяж. = ἄνοος.