λαιά: Difference between revisions
From LSJ
Βουλόμεθα πλουτεῖν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Ditescere omnes volumus, at non possumus → Wir wollen alle reich sein, doch wir können's nicht
(3) |
(CSV import) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λαιά:''' ἡ камень, груз (для укрепления нитей утка на станке) Arst. | |elrutext='''λαιά:''' ἡ камень, груз (для укрепления нитей утка на станке) Arst. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[left hand]] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:49, 4 July 2020
German (Pape)
[Seite 6] ἡ, = λέα, καθάπερ τὰς λαιὰς προσάπτουσιν αἱ ὑφαίνουσαι τοῖς ἱστοῖς Arist. gen. an. 1, 4, vgl. 5, 7.
Greek Monolingual
λαιά και λεῑα και λέα, ἡ (Α)
1. στον πληθ. λαιαί
λίθοι με το βάρος τών οποίων κρατούσαν ευθείς τους μίτους τών στημόνων του όρθιου ιστού
2. λίθος που χρησιμοποιούσαν για την κίνηση αυτομάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. συνδέεται με το λᾶας.
Russian (Dvoretsky)
λαιά: ἡ камень, груз (для укрепления нитей утка на станке) Arst.