Ἰνδός: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[Ἰνδός]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> an Indian, Hdt., etc.<br /><b class="num">2.</b> the [[river]] [[Indus]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> as adj. = [[Ἰνδικός]], Anth. | |mdlsjtxt=[[Ἰνδός]], ὁ,<br /><b class="num">I.</b> an Indian, Hdt., etc.<br /><b class="num">2.</b> the [[river]] [[Indus]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> as adj. = [[Ἰνδικός]], Anth. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[Indian]] | |||
}} | }} |
Revision as of 13:49, 4 July 2020
English (LSJ)
ή, όν, Indian, Hdt.3.38, al., cf. A.Supp.284; esp. of the drivers of elephants, Phylarch.36 J., Plb.1.40.15, al. 2 Ἰνδός, ὁ, the river Indus, Hdt.4.44, etc. 3 name of a fallacy, Plu.2.133b. II as Adj.,= Ἰνδικός, Indian, AP9.544.1 (Addaeus). 2 Ἰνδή, ἡ, (sc. ἔμπλαστρος) name of a plaster, Orib.Fr.88.
Greek (Liddell-Scott)
Ἰνδός: ὁ, ὡς καὶ νῦν, τὸ πρῶτον παρ’ Ἡροδ. καὶ Αἰσχύλ. Ἱκ. 284 οἱ Ἰνδοί, ἰδίως ἐπὶ τῶν ὁδηγούντων τοὺς ἐλέφαντας, Φύλαρχος παρ’ Ἀθην. 606F, Πολύβ., κλ. 2) ὁ ποταμὸς Ἰνδός, Λατ. Indus, Ἡρόδ. 4. 44, κτλ. 3) ὄνομα σοφίσματος, Πλούτ. 2. 133Β. ΙΙ. ὡς ἐπίθετ. = Ἰνδικός, Ἀνθ. Π. 9. 544.
French (Bailly abrégé)
1ή, όν :
Indien ; οἱ Ἰνδοί les Indiens.
Étymologie:.
2ου (ὁ) :
le fl. Indus en Asie.
Étymologie:.
Greek Monolingual
ὁ, θηλ. Ινδή (ΑΜ Ἰνδός, θηλ. Ἰνδή)
ο κάτοικος της Ινδίας
νεοελλ.
σπαν. ερυθρόδερμος, ινδιάνος
αρχ.
1. είδος παραλογισμού
2. ως επίθ. ινδικός
3. το θηλ. ἡ Ἰνδή (ενν. ἔμπλαστρος)
είδος εμπλάστρου.
Greek Monotonic
Ἰνδός: ὁ,
I. 1. Ινδός, αυτός που κατάγεται από την Ινδία, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. ο ποταμός Ινδός, στον ίδ.
II. ως επίθ. = Ἰνδικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
Ἰνδός:
I реже Ἴνδος ὁ
1) Инд (река в Индии) Her., Arst., Diod., Plut.;
2) Инд (мифический родоначальник индийцев) Plut.;
3) индиец, индус Her., Arst., Diod.;
4) вид софизма или загадки Plut.
индийский (Ἀνδρομέδη Anth.).
Middle Liddell
Ἰνδός, ὁ,
I. an Indian, Hdt., etc.
2. the river Indus, Hdt.
II. as adj. = Ἰνδικός, Anth.