διαγνώμη: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
(CSV import)
Line 30: Line 30:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[διαγνώμη]], ἡ, [[διαγιγνώσκω]]<br />a [[decree]], [[resolution]], Thuc.
|mdlsjtxt=[[διαγνώμη]], ἡ, [[διαγιγνώσκω]]<br />a [[decree]], [[resolution]], Thuc.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[decree]]
}}
}}

Revision as of 14:05, 4 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαγνώμη Medium diacritics: διαγνώμη Low diacritics: διαγνώμη Capitals: ΔΙΑΓΝΩΜΗ
Transliteration A: diagnṓmē Transliteration B: diagnōmē Transliteration C: diagnomi Beta Code: diagnw/mh

English (LSJ)

ἡ,

   A decree, resolution, Th.1.87; διαγνώμας ποιεῖσθαι Id.3.67; δ. προθεῖναι περί τινος ib.42.

Greek (Liddell-Scott)

διαγνώμη: ἡ, =διάγνωσις, ἀπόφασις, ψήφισμα, Θουκ. 1. 87· δ. ποιεῖσθαι ὁ αὐτ. 3. 67· περί τινος ὁ αὐτ. 3. 42.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 délibération;
2 décision.
Étymologie: διαγιγνώσκω.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
1 deliberación, debate προθέντας τὴν διαγνώμην αὖθις περὶ Μυτιληναίων Th.3.42.
2 decreto, resolución, sentencia, veredicto τῆς ἐκκλησίας Th.1.87, διαγνώμας ποιεῖσθαι emitir sentencias Th.3.67.
3 medic. diagnóstico αἱ δὲ ἄλλαι νοῦσοι οὐκ ἔχουσι διαγνώμην ... ἀποφαίνεσθαι Hp.Carn.19.

Greek Monolingual

διαγνώμη, η (Α)
απόφαση, ψήφισμα.

Greek Monotonic

διαγνώμη: ἡ (διαγιγνώσκω), ψήφισμα, απόφαση, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

διαγνώμη:
1) рассмотрение, обсуждение (περί τινος Thuc.);
2) постановление, определение, решение (τῆς ἐκκλησίας Thuc.): διαγνώμην ποιήσασθαι Thuc. вынести решение.

Middle Liddell

διαγνώμη, ἡ, διαγιγνώσκω
a decree, resolution, Thuc.

English (Woodhouse)

decree

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)