τερατοσκόπος: Difference between revisions
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
(CSV import) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''τερᾰτοσκόπος:''' ὁ Soph., Plat., Arst. etc. = τερασκότεος II. | |elrutext='''τερᾰτοσκόπος:''' ὁ Soph., Plat., Arst. etc. = τερασκότεος II. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[augur]], [[soothsayer]] | |||
}} | }} |
Revision as of 15:05, 4 July 2020
English (LSJ)
ὁ,
A observer of τέρατα, soothsayer, diviner, Pl.Lg.933c, 933e, Arist.Fr.75, LXX De.18.11: cf. τερασκόπος.
German (Pape)
[Seite 1093] wunderbare od. widernatürliche Zeichen od. Erscheinungen beobachtend u. deutend; ἢ μάντις, Plat. Legg. XI, 933 c; Sp.; vom röm. Haruspex, Plut. Sull. 7.
Greek (Liddell-Scott)
τερᾰτοσκόπος: ὁ, ὁ παρατηρῶν τέρατα, δηλ. τὰ ἐν τῷ οὐρανῷ σημεῖα, μάντις, προφήτης, Πλάτ. Νόμ. 933C, Ε, Ἀριστ. Ἀποσπ. 65, πρβλ. τερασκόπος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui observe et explique les prodiges ; ὁ τερατοσκόπος devin.
Étymologie: τέρας, σκοπέω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και τερασκόπος Α
(στην αρχαιότητα) αυτός που παρατηρεί τα ουράνια θεϊκά σημεία και τά ερμηνεύει κάνοντας προφητείες, μάντης («μητραγύρταις καὶ τερατοσκόποις», Ωριγ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέρας, -ατος + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οἰωνο-σκόπος].
Russian (Dvoretsky)
τερᾰτοσκόπος: ὁ Soph., Plat., Arst. etc. = τερασκότεος II.