καιετάεις: Difference between revisions
From LSJ
Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel
(2b) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kaietaeis | |Transliteration C=kaietaeis | ||
|Beta Code=kaieta/eis | |Beta Code=kaieta/eis | ||
|Definition=καιέτας, καιετός, v. sub | |Definition=καιέτας, καιετός, v. sub [[καιάδας]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:55, 7 July 2020
English (LSJ)
καιέτας, καιετός, v. sub καιάδας.
German (Pape)
[Seite 1294] εσσα, εν (vgl. καιάδας, καίατα), reich an Erdschlünden; so las Zenodot. für κητώεσσα (w. m. s.), vgl. Buttm. Lexil. II p. 95. Bei Callim. frg. 224 Beiw. des Eurotas, durch καλαμινθώδης erkl.
Greek (Liddell-Scott)
καιετάεις: καιέτας, καιετός, ἴδε ἐν λ. καιάδας.
French (Bailly abrégé)
άεσσα, άεν;
aux vallées profondes.
Étymologie: cf. καιάδας.
Greek Monolingual
καιετάεις, -εσσα, -εν (Α) καιετός
ο γεμάτος χάσματα, ρωγμές της γης ή βάραθρα («Λακεδαίμονα καιετάεσσαν», Ομ. Οδ.).
Russian (Dvoretsky)
καιετάεις: εσσα, εν Hom. v. l. = κητώεις.