κάρτων: Difference between revisions

From LSJ

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
(19)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=karton
|Transliteration C=karton
|Beta Code=ka/rtwn
|Beta Code=ka/rtwn
|Definition=Dor. for <b class="b3">κρείττων</b>, <span class="title">Leg.Gort.</span>1.15.
|Definition=Dor. for [[κρείττων]], <span class="title">Leg.Gort.</span>1.15.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάρτων]] (Α)<br />δωρ. τ. [[αντί]] [[κρείττων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. συγκριτικού βαθμού του επιθ. [[αγαθός]]. Ο τ. <i>κάρτ</i>-<i>ων</i> σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τον τ. <i>καρτ</i>-<i>ερός</i>].
|mltxt=[[κάρτων]] (Α)<br />δωρ. τ. [[αντί]] [[κρείττων]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δωρ. τ. συγκριτικού βαθμού του επιθ. [[αγαθός]]. Ο τ. <i>κάρτ</i>-<i>ων</i> σχηματίστηκε αναλογικά [[προς]] τον τ. <i>καρτ</i>-<i>ερός</i>].
}}
}}

Revision as of 18:10, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρτων Medium diacritics: κάρτων Low diacritics: κάρτων Capitals: ΚΑΡΤΩΝ
Transliteration A: kártōn Transliteration B: kartōn Transliteration C: karton Beta Code: ka/rtwn

English (LSJ)

Dor. for κρείττων, Leg.Gort.1.15.

Greek Monolingual

κάρτων (Α)
δωρ. τ. αντί κρείττων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. συγκριτικού βαθμού του επιθ. αγαθός. Ο τ. κάρτ-ων σχηματίστηκε αναλογικά προς τον τ. καρτ-ερός].