σκληρώδης: Difference between revisions
From LSJ
Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch
(37) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=sklirodis | |Transliteration C=sklirodis | ||
|Beta Code=sklhrw/dhs | |Beta Code=sklhrw/dhs | ||
|Definition=ες, contr. for | |Definition=ες, contr. for [[σκληροειδής]], <span class="bibl">Man.4.325</span>, cj. for [[ὀχληρώδης]] in Lucil. ap. Gell.18.8. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:20, 7 July 2020
English (LSJ)
ες, contr. for σκληροειδής, Man.4.325, cj. for ὀχληρώδης in Lucil. ap. Gell.18.8.
German (Pape)
[Seite 901] ες, zsgzgn statt σκληροειδής, πέτρα, hart, Maneth. 4, 325.
Greek (Liddell-Scott)
σκληρώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ σκληροειδής. Μανέθων 4. 325.
Greek Monolingual
-ες / σκληρώδης, -ῶδες, ΝΜΑ σκληρός
αυτός που έχει σκληρή υφή, σκληρή σύσταση, σκληρός
νεοελλ.
φρ. «σκληρώδης ιστός» — ιστός που υπέστη σκλήρυνση λόγω παθολογικής ανάπτυξης ινωδών συνδετικών στοιχείων
μσν.
πεισματάρης.