θρονοποιός: Difference between revisions

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''θρονοποιός''': -όν, κατασκευάζων θρόνους ἢ καθίσματα, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 182.
|lstext='''θρονοποιός''': -όν, κατασκευάζων θρόνους ἢ καθίσματα, Πολυδ. Ζ΄, 182.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θρονοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει καθίσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρόνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]])].
|mltxt=[[θρονοποιός]], -όν (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει καθίσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θρόνος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]])].
}}
}}

Revision as of 20:25, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρονοποιός Medium diacritics: θρονοποιός Low diacritics: θρονοποιός Capitals: ΘΡΟΝΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: thronopoiós Transliteration B: thronopoios Transliteration C: thronopoios Beta Code: qronopoio/s

English (LSJ)

όν,

   A making thrones or seats, Poll.7.182.

German (Pape)

[Seite 1220] ὁ, Sesselverfertiger, Poll. 7, 182.

Greek (Liddell-Scott)

θρονοποιός: -όν, κατασκευάζων θρόνους ἢ καθίσματα, Πολυδ. Ζ΄, 182.

Greek Monolingual

θρονοποιός, -όν (Α)
αυτός που κατασκευάζει καθίσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρόνος + -ποιός (< ποιώ)].