κατακρέμαμαι: Difference between revisions
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακρέμᾰμαι''': Μέσ., κρέμαμαι πρὸς τὰ [[κάτω]], αἰωροῦμαι, Ἡρόδ. 4. 72. φύσκαι προσπεπασσαλευμέναι κ. Κρατῖν. ἐν «Πλούτ.» 1· ἔκ τινος πράγματος, κώδωνες κατ. τῆς ἐσθῆτος Πλούτ. 2. 672Α· ὅρμοι, ὧν κατεκρέμαντο λίθοι | |lstext='''κατακρέμᾰμαι''': Μέσ., κρέμαμαι πρὸς τὰ [[κάτω]], αἰωροῦμαι, Ἡρόδ. 4. 72. φύσκαι προσπεπασσαλευμέναι κ. Κρατῖν. ἐν «Πλούτ.» 1· ἔκ τινος πράγματος, κώδωνες κατ. τῆς ἐσθῆτος Πλούτ. 2. 672Α· ὅρμοι, ὧν κατεκρέμαντο λίθοι Πολυδ. Ε΄, 98. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:30, 7 July 2020
English (LSJ)
Pass.,
A hang down, be suspended, Hdt.4.72, Cratin. 164; τινος from a thing, Plu.2.672a.
German (Pape)
[Seite 1356] (s. κρέμαμαι), herabhangen; Cratin. bei Ath. IV, 183 e; Sp., κώδωνες πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος Plut. Symp. 4, 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
κατακρέμᾰμαι: Μέσ., κρέμαμαι πρὸς τὰ κάτω, αἰωροῦμαι, Ἡρόδ. 4. 72. φύσκαι προσπεπασσαλευμέναι κ. Κρατῖν. ἐν «Πλούτ.» 1· ἔκ τινος πράγματος, κώδωνες κατ. τῆς ἐσθῆτος Πλούτ. 2. 672Α· ὅρμοι, ὧν κατεκρέμαντο λίθοι Πολυδ. Ε΄, 98.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être suspendu à, gén..
Étymologie: κατά, κρέμαμαι.
Greek Monolingual
κατακρέμαμαι (Α)
κρέμομαι από κάποιο μέρος προς τα κάτω, αιωρούμαι («σκέλεα δὲ ἀμφότερα κατακρέμαται μετέωρα», Ηρόδ.).
Greek Monotonic
κατακρέμᾰμαι: Παθ., κρεμιέμαι προς τα κάτω, αιωρούμαι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
κατακρέμᾰμαι: (только praes.) свисать (κώδωνες πολλοὶ κατακρέμανται τῆς ἐσθῆτος Plut.).