εὐπάρειος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<b class="b3">ᾰ], ον</b>" to "ᾰ], ον") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐπάρειος''': -ον, ἔχων ὡραίας παρειάς, καλλιπάρειος, | |lstext='''εὐπάρειος''': -ον, ἔχων ὡραίας παρειάς, καλλιπάρειος, Πολυδ. Β΄, 87, Θ΄, 162· Δωρ. [[εὐπάραος]], ὃ ἴδε. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:35, 7 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A with fair cheeks, Poll.2.87, 9.162: Dor. -αος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 1087] schönwangig, Sp. Vgl. εὐπάρᾳος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπάρειος: -ον, ἔχων ὡραίας παρειάς, καλλιπάρειος, Πολυδ. Β΄, 87, Θ΄, 162· Δωρ. εὐπάραος, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles joues.
Étymologie: εὖ, παρειά.
Greek Monolingual
εὐπάρειος, -ον (ΑΜ) και δωρ. τ. εὐπάραος, -ον
αυτός που έχει ωραίες παρειές, ο καλλιπάρειος
(«εὐπαράου... Μεδοίσας», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παρειος (< παρειά), πρβλ. λευκο-πάρειος, μηλο-πάρειος].