οἰκοσιτία: Difference between revisions

From LSJ

αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man

Source
(28)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''οἰκοσῑτία''': ἡ, τὸ σιτεῖσθαι, τρέφεσθαι ἐν τῷ οἴκῳ ἢ ἐκ τῶν ἰδίων, [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 36.
|lstext='''οἰκοσῑτία''': ἡ, τὸ σιτεῖσθαι, τρέφεσθαι ἐν τῷ οἴκῳ ἢ ἐκ τῶν ἰδίων, Πολυδ. Ϛ΄, 36.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκοσιτία]], ἡ (Α) [[οικόσιτος]]<br />το να τρώγει [[κάποιος]] στο [[σπίτι]] ή το να συντηρείται με δικά του έξοδα.
|mltxt=[[οἰκοσιτία]], ἡ (Α) [[οικόσιτος]]<br />το να τρώγει [[κάποιος]] στο [[σπίτι]] ή το να συντηρείται με δικά του έξοδα.
}}
}}

Revision as of 20:40, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκοσῑτία Medium diacritics: οἰκοσιτία Low diacritics: οικοσιτία Capitals: ΟΙΚΟΣΙΤΙΑ
Transliteration A: oikositía Transliteration B: oikositia Transliteration C: oikositia Beta Code: oi)kositi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A living at one's own expense, Poll.6.36.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκοσῑτία: ἡ, τὸ σιτεῖσθαι, τρέφεσθαι ἐν τῷ οἴκῳ ἢ ἐκ τῶν ἰδίων, Πολυδ. Ϛ΄, 36.

Greek Monolingual

οἰκοσιτία, ἡ (Α) οικόσιτος
το να τρώγει κάποιος στο σπίτι ή το να συντηρείται με δικά του έξοδα.