μεσόκουρος: Difference between revisions

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεσόκουρος''': -ον, ὁ τὸ [[μέσον]] τῆς κεφαλῆς ἔχων κεκαρμένον, [[Πολυδ]]. Δ΄, 139.
|lstext='''μεσόκουρος''': -ον, ὁ τὸ [[μέσον]] τῆς κεφαλῆς ἔχων κεκαρμένον, Πολυδ. Δ΄, 139.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεσόκουρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κουρεμένο το [[μέσο]] του κεφαλιού του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κουρά]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>κουρος</i>, <i>ημί</i>-<i>κουρος</i>].
|mltxt=[[μεσόκουρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει κουρεμένο το [[μέσο]] του κεφαλιού του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κουρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κουρά]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>κουρος</i>, <i>ημί</i>-<i>κουρος</i>].
}}
}}

Revision as of 20:41, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόκουρος Medium diacritics: μεσόκουρος Low diacritics: μεσόκουρος Capitals: ΜΕΣΟΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: mesókouros Transliteration B: mesokouros Transliteration C: mesokouros Beta Code: meso/kouros

English (LSJ)

ον,

   A shaven in the middle, Poll.4.139.

German (Pape)

[Seite 138] in der Mitte geschoren, Poll. 4, 139.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόκουρος: -ον, ὁ τὸ μέσον τῆς κεφαλῆς ἔχων κεκαρμένον, Πολυδ. Δ΄, 139.

Greek Monolingual

μεσόκουρος, -ον (Α)
αυτός που έχει κουρεμένο το μέσο του κεφαλιού του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -κουρος (< κουρά), πρβλ. αμφί-κουρος, ημί-κουρος].