νεωτεριστικός: Difference between revisions
From LSJ
κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[νεωτεριστικός]], -ή, -όν) [[νεωτεριστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεωτεριστές ή στον νεωτερισμό («[[νεωτεριστικός]] [[τρόπος]] διδασκαλίας»)<br /><b>αρχ.</b><br />([[ιδίως]] σχετικά με την [[γλώσσα]]) αυτός που έχει [[κλίση]] στους νεωτερισμούς («νεωτεριστικὸς [[ρήτωρ]]», <b> | |mltxt=-ή, -ό (Α [[νεωτεριστικός]], -ή, -όν) [[νεωτεριστής]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεωτεριστές ή στον νεωτερισμό («[[νεωτεριστικός]] [[τρόπος]] διδασκαλίας»)<br /><b>αρχ.</b><br />([[ιδίως]] σχετικά με την [[γλώσσα]]) αυτός που έχει [[κλίση]] στους νεωτερισμούς («νεωτεριστικὸς [[ρήτωρ]]», <b>Πολυδ.</b>). | ||
}} | }} |
Revision as of 20:45, 7 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A given to innovation, esp. in language, ῥήτωρ Poll.4.36.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α νεωτεριστικός, -ή, -όν) νεωτεριστής
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νεωτεριστές ή στον νεωτερισμό («νεωτεριστικός τρόπος διδασκαλίας»)
αρχ.
(ιδίως σχετικά με την γλώσσα) αυτός που έχει κλίση στους νεωτερισμούς («νεωτεριστικὸς ρήτωρ», Πολυδ.).