ξυροδόκη: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ξῠροδόκη''': ἡ, [[θήκη]] ξυραφίου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 220· φέρεται ξυροδόχη παρὰ [[Πολυδ]]. Β΄, 32, Ι΄, 140, [[ἔνθα]] καὶ ξυροθήκη.
|lstext='''ξῠροδόκη''': ἡ, [[θήκη]] ξυραφίου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 220· φέρεται ξυροδόχη παρὰ Πολυδ. Β΄, 32, Ι΄, 140, [[ἔνθα]] καὶ ξυροθήκη.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:45, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠροδόκη Medium diacritics: ξυροδόκη Low diacritics: ξυροδόκη Capitals: ΞΥΡΟΔΟΚΗ
Transliteration A: xyrodókē Transliteration B: xyrodokē Transliteration C: ksyrodoki Beta Code: curodo/kh

English (LSJ)

ἡ,

   A razor-case, Ar.Th.220 : written ξυροδόχη in Poll.10.140.

German (Pape)

[Seite 282] ἡ, Scheermesserfutteral; Ar. Thesm. 220, wo Poll. 10, 140 ξυροδόχη las, aber 2, 32 steht ξυροδόκη.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠροδόκη: ἡ, θήκη ξυραφίου, Ἀριστοφ. Θεσμ. 220· φέρεται ξυροδόχη παρὰ Πολυδ. Β΄, 32, Ι΄, 140, ἔνθα καὶ ξυροθήκη.

Greek Monolingual

ξυροδόκη και ξυροδόχη, ἡ (Α)
η θήκη του ξυραφιού, η ξυραφοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυρόν «ξυράφι» + -δόκη / δόχη (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόκη / καπνοδόχη].

Russian (Dvoretsky)

ξῠροδόκη: ἡ ящик для бритв Arph.