παλίνδικος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλίνδῐκος''': -ον, ὁ [[πάλιν]] περὶ τῶν αὐτῶν δικαζόμενος, ἢ ὁ [[πολλάκις]] δικαζόμενος, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. ὁ [[ἐναντίον]] τοῦ νόμου ἐνεργῶν, [[παράνομος]], = [[βίαιος]], Δημ. παρὰ [[Πολυδ]]. Η΄, 26.
|lstext='''πᾰλίνδῐκος''': -ον, ὁ [[πάλιν]] περὶ τῶν αὐτῶν δικαζόμενος, ἢ ὁ [[πολλάκις]] δικαζόμενος, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. ὁ [[ἐναντίον]] τοῦ νόμου ἐνεργῶν, [[παράνομος]], = [[βίαιος]], Δημ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 26.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλίνδικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δικάζεται [[πάλι]]<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί [[παρά]] τον νόμο, [[παράνομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]])].
|mltxt=[[παλίνδικος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δικάζεται [[πάλι]]<br /><b>2.</b> αυτός που ενεργεί [[παρά]] τον νόμο, [[παράνομος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δικος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίκη]])].
}}
}}

Revision as of 20:45, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλίνδῐκος Medium diacritics: παλίνδικος Low diacritics: παλίνδικος Capitals: ΠΑΛΙΝΔΙΚΟΣ
Transliteration A: palíndikos Transliteration B: palindikos Transliteration C: palindikos Beta Code: pali/ndikos

English (LSJ)

ον,

   A litigious, Crates Com.51.

German (Pape)

[Seite 450] einen Rechtshandel von Neuem anfangend, Crates com. bei Poll. 8, 26, vgl. 6, 164.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίνδῐκος: -ον, ὁ πάλιν περὶ τῶν αὐτῶν δικαζόμενος, ἢ ὁ πολλάκις δικαζόμενος, Κράτης ἐν Ἀδήλ. 15. ΙΙ. ὁ ἐναντίον τοῦ νόμου ἐνεργῶν, παράνομος, = βίαιος, Δημ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 26.

Greek Monolingual

παλίνδικος, -ον (Α)
1. αυτός που δικάζεται πάλι
2. αυτός που ενεργεί παρά τον νόμο, παράνομος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -δικος (< δίκη)].