μολυβδοχοέω: Difference between revisions

From LSJ

γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μολυβδοχοέω''': [[τήκω]], [[χωνεύω]] μόλυβδον, [[ἐργάζομαι]] ὡς [[μολυβδουργός]], [[Πολυδ]]. Ζ´, 108. 2) στερεώνω διὰ τετηκότος μολύβδου, π.χ. [[ἄγαλμα]], ἐπὶ τοῦ βάθρου, τὼ πόδε μ. περὶ τὰ σφυρὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1110, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 267.
|lstext='''μολυβδοχοέω''': [[τήκω]], [[χωνεύω]] μόλυβδον, [[ἐργάζομαι]] ὡς [[μολυβδουργός]], Πολυδ. Ζ´, 108. 2) στερεώνω διὰ τετηκότος μολύβδου, π.χ. [[ἄγαλμα]], ἐπὶ τοῦ βάθρου, τὼ πόδε μ. περὶ τὰ σφυρὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1110, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 267.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μολυβδοχοέω:''' (слова на [[μολυβδ]]- имеют v. l. [[μολιβδ]]-) припаивать расплавленным свинцом (τι Arph.).
|elrutext='''μολυβδοχοέω:''' (слова на [[μολυβδ]]- имеют v. l. [[μολιβδ]]-) припаивать расплавленным свинцом (τι Arph.).
}}
}}

Revision as of 20:46, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολυβδοχοέω Medium diacritics: μολυβδοχοέω Low diacritics: μολυβδοχοέω Capitals: ΜΟΛΥΒΔΟΧΟΕΩ
Transliteration A: molybdochoéō Transliteration B: molybdochoeō Transliteration C: molyvdochoeo Beta Code: molubdoxoe/w

English (LSJ)

   A melt lead, work as a plumber, Poll.7.108.    2 c. acc., fix with molten lead, e.g. a statue on its pedestal, τὼ πόδε μ. περὶ τὰ σφυρά Ar.Ec.1110, cf. IG22.1672.176 (Athens),7.3073.179,al. (Lebad.).

German (Pape)

[Seite 200] Blei gießen, schmelzen, Ar. Eccl. 1110.

Greek (Liddell-Scott)

μολυβδοχοέω: τήκω, χωνεύω μόλυβδον, ἐργάζομαι ὡς μολυβδουργός, Πολυδ. Ζ´, 108. 2) στερεώνω διὰ τετηκότος μολύβδου, π.χ. ἄγαλμα, ἐπὶ τοῦ βάθρου, τὼ πόδε μ. περὶ τὰ σφυρὰ Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1110, πρβλ. Εὐρ. Ἀνδρ. 267.

Russian (Dvoretsky)

μολυβδοχοέω: (слова на μολυβδ- имеют v. l. μολιβδ-) припаивать расплавленным свинцом (τι Arph.).