πωροκήλη: Difference between revisions
From LSJ
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πωροκήλη''': ἡ, ([[πῶρος]]) «[[πώρωμα]] πρὸς τὸ ὄσχεον ἐξ ἀποστήματος» ( | |lstext='''πωροκήλη''': ἡ, ([[πῶρος]]) «[[πώρωμα]] πρὸς τὸ ὄσχεον ἐξ ἀποστήματος» (Πολυδ. Δ΄, 203), Γαλην. τ. 2, σ. 275, 396. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />[[σκληρός]] όγκος στους όρχεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῶρος]] «[[πέτρα]], [[πωρόλιθος]]» <span style="color: red;">+</span> [[κήλη]]. | |mltxt=ἡ, ΜΑ<br />[[σκληρός]] όγκος στους όρχεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πῶρος]] «[[πέτρα]], [[πωρόλιθος]]» <span style="color: red;">+</span> [[κήλη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:53, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A hard tumour of the testicle, Id.19.448, Poll. 4.203, Paul.Aeg.6.63.
German (Pape)
[Seite 828] ἡ, Hodenverhärtung, Medic.; vgl. Poll. 4, 203.
Greek (Liddell-Scott)
πωροκήλη: ἡ, (πῶρος) «πώρωμα πρὸς τὸ ὄσχεον ἐξ ἀποστήματος» (Πολυδ. Δ΄, 203), Γαλην. τ. 2, σ. 275, 396.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
σκληρός όγκος στους όρχεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῶρος «πέτρα, πωρόλιθος» + κήλη.