περιείλησις: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περιείλησις''': -εως, ἡ, τὸ περιτυλίσσειν, Ὀρειβάσ. 308 Matth. 2) [[περιστροφή]], περιστροφικὴ [[κίνησις]], ἄστρων | |lstext='''περιείλησις''': -εως, ἡ, τὸ περιτυλίσσειν, Ὀρειβάσ. 308 Matth. 2) [[περιστροφή]], περιστροφικὴ [[κίνησις]], ἄστρων Πολυδ. Δ΄, 156, πρβλ. [[περιήλυσις]]. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 20:55, 7 July 2020
English (LSJ)
εως, ἡ,
A wrapping round, Herod.Med. ap. Orib.10.18.15, Sor.1.77,84(pl.). 2 revolution, [ἄστρων] Poll.4.156.
German (Pape)
[Seite 573] ἡ, das Herumwinden, Plut. Cat. mai. 13 l. d.
Greek (Liddell-Scott)
περιείλησις: -εως, ἡ, τὸ περιτυλίσσειν, Ὀρειβάσ. 308 Matth. 2) περιστροφή, περιστροφικὴ κίνησις, ἄστρων Πολυδ. Δ΄, 156, πρβλ. περιήλυσις.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action d’enrouler.
Étymologie: περιειλέω.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α περιείλω
1. περιτύλιξη
2. περιστροφική κίνηση.
Russian (Dvoretsky)
περιείλησις: εος ἡ Plut. = περιήλυσις.