σαρδών: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(4)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σαρδών''': -όνος, ὁ, τὸ [[σχοινίον]] τὸ συγκρατοῦν τὸ ἄνω [[χεῖλος]] ([[μέρος]], οὔγια) κυνηγετικοῦ δικτύου, [[Πολυδ]]. Ε΄, 31, Ἡσύχ.· πρβλ. [[σαρδόνιον]].
|lstext='''σαρδών''': -όνος, ὁ, τὸ [[σχοινίον]] τὸ συγκρατοῦν τὸ ἄνω [[χεῖλος]] ([[μέρος]], οὔγια) κυνηγετικοῦ δικτύου, Πολυδ. Ε΄, 31, Ἡσύχ.· πρβλ. [[σαρδόνιον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 20:55, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρδών Medium diacritics: σαρδών Low diacritics: σαρδών Capitals: ΣΑΡΔΩΝ
Transliteration A: sardṓn Transliteration B: sardōn Transliteration C: sardon Beta Code: sardw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ,

   A the rope sustaining the upper edge of a hunting-net, Poll.5.31, Hsch.; cf. σαρδόνιον.

German (Pape)

[Seite 862] όνος, ἡ, der oberste Rand des stehenden Jagdnetzes, Xen. Cyn. 6, 9, wo Andere σαρδόνιον schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

σαρδών: -όνος, ὁ, τὸ σχοινίον τὸ συγκρατοῦν τὸ ἄνω χεῖλος (μέρος, οὔγια) κυνηγετικοῦ δικτύου, Πολυδ. Ε΄, 31, Ἡσύχ.· πρβλ. σαρδόνιον.

Greek Monolingual

-όνος, ἡ, Α
σχοινί που συγκρατούσε το επάνω τμήμα κυνηγετικού διχτιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος άγνωστης ετυμολ.].

Russian (Dvoretsky)

σαρδών: όνος ὁ Xen. v. l. = σαρδόνιον.