τριπτός: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τριπτός''': -ή, -όν, τετριμμένος ἢ κοπανισμένος· - τριπτὴ (δηλ. [[μᾶζα]]), ἡ, [[εἶδος]] ἄρτου, Ἱπποκρ. 355. 44· «αἷς δὲ οἱ ἄνθρωποι χρῶνται μάζαις, τούτων τὰ ὀνόματα: ἄνθιμα, [[θριδακίνη]], φύστη,... τριπτή, [[ἀνεμώνη]] κτλ.» | |lstext='''τριπτός''': -ή, -όν, τετριμμένος ἢ κοπανισμένος· - τριπτὴ (δηλ. [[μᾶζα]]), ἡ, [[εἶδος]] ἄρτου, Ἱπποκρ. 355. 44· «αἷς δὲ οἱ ἄνθρωποι χρῶνται μάζαις, τούτων τὰ ὀνόματα: ἄνθιμα, [[θριδακίνη]], φύστη,... τριπτή, [[ἀνεμώνη]] κτλ.» Πολυδ. ϛʹ, 76. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 21:00, 7 July 2020
English (LSJ)
ή, όν, (τρίβω)
A rubbed or pounded, ἡ ξηρὴ τ. (sc. μᾶζα) Hp.Vict.2.40; so τριπτή, Gal.6.510, Poll.6.76.
Greek (Liddell-Scott)
τριπτός: -ή, -όν, τετριμμένος ἢ κοπανισμένος· - τριπτὴ (δηλ. μᾶζα), ἡ, εἶδος ἄρτου, Ἱπποκρ. 355. 44· «αἷς δὲ οἱ ἄνθρωποι χρῶνται μάζαις, τούτων τὰ ὀνόματα: ἄνθιμα, θριδακίνη, φύστη,... τριπτή, ἀνεμώνη κτλ.» Πολυδ. ϛʹ, 76.
English (Slater)
τριπτός
1 well trodden Ὁμήρου[ τρι]πτὸν κατ' ἀμαξιτὸν ἰόντες (supp. Lobel: δὲ μὴ τρι]πτὸν Snell) Πα. 7B. 11.
Greek Monolingual
-ή, -ο / τριπτός, -ή, -όν, ΝΜΑ, και τριφτός Ν
αυτός που τρίβεται, που μπορεί κανείς να τον τρίψει, ή που σχηματίστηκε με τριβή
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ τριπτή
είδος ψωμιού από κρίθινο αλεύρι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριπτός -ή -όν [τρίβω] gewreven, gekneed.