ἀναισχύντημα: Difference between revisions

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναισχύντημα''': -ατος, τό, [[ἀναίσχυντος]] ἢ ἀναιδὴς [[πρᾶξις]] Ὑπερείδ. Ἀποσπ. 254, [[Πολυδ]]. ϛ΄, 180.
|lstext='''ἀναισχύντημα''': -ατος, τό, [[ἀναίσχυντος]] ἢ ἀναιδὴς [[πρᾶξις]] Ὑπερείδ. Ἀποσπ. 254, Πολυδ. ϛ΄, 180.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 21:10, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναισχύντημα Medium diacritics: ἀναισχύντημα Low diacritics: αναισχύντημα Capitals: ΑΝΑΙΣΧΥΝΤΗΜΑ
Transliteration A: anaischýntēma Transliteration B: anaischyntēma Transliteration C: anaischyntima Beta Code: a)naisxu/nthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A impudent act or speech, Hyp.Fr.226, Gal.UP10.9.

German (Pape)

[Seite 190] τό, unverschämte That, Hyperid. bei Poll. 6, 108.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναισχύντημα: -ατος, τό, ἀναίσχυντος ἢ ἀναιδὴς πρᾶξις Ὑπερείδ. Ἀποσπ. 254, Πολυδ. ϛ΄, 180.

Spanish (DGE)

-ματος, τό desvergüenza Hyp.Fr.226, Gal.3.801.

Greek Monolingual

ἀναισχύντημα, το (Α) ἀναισχυντῶ
αναίσχυντη πράξη ή λόγος, αναίδεια.