φιλοσκώμμων: Difference between revisions

From LSJ

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φῐλοσκώμμων''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ σκώμματα ἢ τὰ ἀστεῖα, Ἡρόδ. 2. 174, Ἀππ., Λουκ., κλπ. Ἐπίρρ. -[[μόνως]], [[Πολυδ]]. Ε΄, 161.
|lstext='''φῐλοσκώμμων''': -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ σκώμματα ἢ τὰ ἀστεῖα, Ἡρόδ. 2. 174, Ἀππ., Λουκ., κλπ. Ἐπίρρ. -[[μόνως]], Πολυδ. Ε΄, 161.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 21:10, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλοσκώμμων Medium diacritics: φιλοσκώμμων Low diacritics: φιλοσκώμμων Capitals: ΦΙΛΟΣΚΩΜΜΩΝ
Transliteration A: philoskṓmmōn Transliteration B: philoskōmmōn Transliteration C: filoskommon Beta Code: filoskw/mmwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,

   A fond of scoffing or jesting, Hdt.2.174, Plu.Sull.2, App.Sam.7.2, Luc.Tim.46. Adv. -μόνως Poll.5.161.

German (Pape)

[Seite 1285] ονος, Spott liebend, gern spottend, Her. 2, 174.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοσκώμμων: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ σκώμματα ἢ τὰ ἀστεῖα, Ἡρόδ. 2. 174, Ἀππ., Λουκ., κλπ. Ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. Ε΄, 161.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui aime à railler, moqueur.
Étymologie: φίλος, σκώπτω.

Greek Monolingual

-ον ΝΜΑ
(στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που του αρέσουν τα πειράγματα ή οι αστεϊσμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -σκώμμων (< σκῶμμα «πείραγμα, αστεϊσμός»)].

Greek Monotonic

φῐλοσκώμμων: -ον, αυτός που αγαπά τα σκώμματα ή τα αστεία, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

φιλοσκώμμων: 2, gen. ονος любящий насмешки или шутки Her., Plut.

Middle Liddell

φῐλο-σκώμμων, ον,
fond of scoffing or jesting, Hdt.