ἀνδρισμός: Difference between revisions

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132
(4)
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνδρισμός''': ὁ, = [[ἀνδρεία]], [[Πολυδ]]. Γ΄, 120: [[οὕτως]], ἄνδρισμα, ατος, τό, [[ἔργον]] ἀνδρικόν, [[ἔργον]] γενναῖον, Μάξ. Τύρ. 38. 4.
|lstext='''ἀνδρισμός''': ὁ, = [[ἀνδρεία]], Πολυδ. Γ΄, 120: [[οὕτως]], ἄνδρισμα, ατος, τό, [[ἔργον]] ἀνδρικόν, [[ἔργον]] γενναῖον, Μάξ. Τύρ. 38. 4.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 21:15, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδρισμός Medium diacritics: ἀνδρισμός Low diacritics: ανδρισμός Capitals: ΑΝΔΡΙΣΜΟΣ
Transliteration A: andrismós Transliteration B: andrismos Transliteration C: andrismos Beta Code: a)ndrismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = ἀνδρεία, Poll.3.120.

German (Pape)

[Seite 218] ὁ, Poll. 3, 120, = ἀνδρία.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρισμός: ὁ, = ἀνδρεία, Πολυδ. Γ΄, 120: οὕτως, ἄνδρισμα, ατος, τό, ἔργον ἀνδρικόν, ἔργον γενναῖον, Μάξ. Τύρ. 38. 4.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 valor Poll.3.120.
2 impuesto personal efectuado solamente sobre los varones ἀπὸ ... ἀνδρισμοῦ πέμπτης ἰνδικτίωνος SB 5948 (biz.), cf. PRyl.658.8 (IV d.C.).

Greek Monolingual

ο (Α ἀνδρισμός)
ανδρεία
νεοελλ.
ανδρικό φρόνημα, γενναιοψυχία.