ἀλείπτρια: Difference between revisions
From LSJ
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(1) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλείπτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[ἀλείπτης]], Λυσ. παρὰ | |lstext='''ἀλείπτρια''': ἡ, θηλ. τοῦ [[ἀλείπτης]], Λυσ. παρὰ Πολυδ. 7. 3· [[ὄνομα]] δραμάτων τοῦ Ἄμφιδος, Ἀντιφάνους, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 21:20, 7 July 2020
English (LSJ)
ἡ, fem. of ἀλείπτης, Lys.Fr.88S.; title of plays by Amphis, Antiph., etc.
German (Pape)
[Seite 92] fem. zu ἀλειπτήρ, Poll. 7, 17; Ath. III, 123 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλείπτρια: ἡ, θηλ. τοῦ ἀλείπτης, Λυσ. παρὰ Πολυδ. 7. 3· ὄνομα δραμάτων τοῦ Ἄμφιδος, Ἀντιφάνους, κτλ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 la que da ungüentos, masajista, entrenadora como femenino de ἀλείπτης Lys.Fr.88S.
2 La masajista tít. de una comedia de Dífilo EM α 814, de Antífanes, Ath.123b, de Anfis, Poll.7.17.
Greek Monolingual
ἀλείπτρια, η (Α) (θηλ. του ἀλείπτης)
τίτλος θεατρικών έργων του Άμφιδος, του Αντιφάνους κ.ά.
Russian (Dvoretsky)
ἀλείπτρια: ἡ алиптра, умащивательница Lys.