ἐπιπάτωρ: Difference between revisions
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπιπάτωρ''': -ορος, ὁ, (πᾰτὴρ) [[μητρυιός]], | |lstext='''ἐπιπάτωρ''': -ορος, ὁ, (πᾰτὴρ) [[μητρυιός]], Πολυδ. Γ΄, 26. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιπάτωρ]], ὁ (Α)<br />[[πατρυιός]], [[μητρυιός]], [[δεύτερος]] ή [[τρίτος]] [[σύζυγος]] της μητέρας σε [[σχέση]] με τα από προηγούμενο γάμο [[παιδιά]] της. | |mltxt=[[ἐπιπάτωρ]], ὁ (Α)<br />[[πατρυιός]], [[μητρυιός]], [[δεύτερος]] ή [[τρίτος]] [[σύζυγος]] της μητέρας σε [[σχέση]] με τα από προηγούμενο γάμο [[παιδιά]] της. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 7 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ], ορος, ὁ, (πατήρ)
A stepfather, Poll.3.26.
German (Pape)
[Seite 968] ορος, ὁ, Stiefvater, Poll. 3, 27.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπάτωρ: -ορος, ὁ, (πᾰτὴρ) μητρυιός, Πολυδ. Γ΄, 26.
Greek Monolingual
ἐπιπάτωρ, ὁ (Α)
πατρυιός, μητρυιός, δεύτερος ή τρίτος σύζυγος της μητέρας σε σχέση με τα από προηγούμενο γάμο παιδιά της.