ἑλικτήρ: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἑλικτήρ''': ῆρος, ὁ, πᾶν συνεστραμμένον, ἑλικοειδὲς [[πρᾶγμα]]· [[ψέλλιον]], [[ἐνώτιον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Λυσίας 121. 44, | |lstext='''ἑλικτήρ''': ῆρος, ὁ, πᾶν συνεστραμμένον, ἑλικοειδὲς [[πρᾶγμα]]· [[ψέλλιον]], [[ἐνώτιον]], Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Λυσίας 121. 44, Πολυδ. Β΄, 83, Ἡσύχ., Ἁρποκρ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 21:25, 7 July 2020
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A anything twisted: ear-ring, Ar.Fr.320.14, Lys. 12.19, IG2.747.5.
German (Pape)
[Seite 797] ῆρος, ὁ, jeder gewundene, gedrehte Körper; βοστρύχων, krause Locken, Callistr. 8; Armbinde, Schol.; Ohrgehänge, Poll. 2, 83, wie Lys. 12, 19, χρυσοῖ; vgl. auch Ar. bei Poll. 7, 95.
Greek (Liddell-Scott)
ἑλικτήρ: ῆρος, ὁ, πᾶν συνεστραμμένον, ἑλικοειδὲς πρᾶγμα· ψέλλιον, ἐνώτιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 309, Λυσίας 121. 44, Πολυδ. Β΄, 83, Ἡσύχ., Ἁρποκρ.
Greek Monolingual
ἑλικτήρ, ο (Α)
1. οτιδήποτε ελικοειδές
2. βραχιόλι ή σκουλαρίκι.
Russian (Dvoretsky)
ἑλικτήρ: ῆρος ὁ только pl. ушные кольца, серьги Lys., Arph.