ὁμόγαμβροι: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)
(28) |
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὁμόγαμβροι''': οἱ, οἱ ἀδελφὰς γήμαντες, [[σύγγαμβροι]], συγκηδεσταί, | |lstext='''ὁμόγαμβροι''': οἱ, οἱ ἀδελφὰς γήμαντες, [[σύγγαμβροι]], συγκηδεσταί, Πολυδ. Γ΄, 32. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 177. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὁμόγαμβροι]], οἱ (Α)<br />αυτοί που έχουν νυμφευθεί αδελφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γαμβρός]]. | |mltxt=[[ὁμόγαμβροι]], οἱ (Α)<br />αυτοί που έχουν νυμφευθεί αδελφές.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ομ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[γαμβρός]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:25, 7 July 2020
English (LSJ)
οἱ,
A sons-in-law of the same person, Poll.3.32.
German (Pape)
[Seite 333] οἱ, gemeinschaftliche Schwiegersöhne, Poll. 3, 32.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόγαμβροι: οἱ, οἱ ἀδελφὰς γήμαντες, σύγγαμβροι, συγκηδεσταί, Πολυδ. Γ΄, 32. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 177.
Greek Monolingual
ὁμόγαμβροι, οἱ (Α)
αυτοί που έχουν νυμφευθεί αδελφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + γαμβρός.