ἰκριοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang

Menander, Monostichoi, 382
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἰκριοποιός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων [[ἴκρια]] ἢ θρανία, [[Πολυδ]]. Η΄, 125.
|lstext='''ἰκριοποιός''': ὁ, ὁ κατασκευάζων [[ἴκρια]] ἢ θρανία, Πολυδ. Η΄, 125.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰκριοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκριον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ζυγο</i>-[[ποιός]], <i>κλειδο</i>-[[ποιός]].
|mltxt=[[ἰκριοποιός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴκριον]] <span style="color: red;">+</span> -[[ποιός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ποιώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ζυγο</i>-[[ποιός]], <i>κλειδο</i>-[[ποιός]].
}}
}}

Revision as of 21:26, 7 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰκριοποιός Medium diacritics: ἰκριοποιός Low diacritics: ικριοποιός Capitals: ΙΚΡΙΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: ikriopoiós Transliteration B: ikriopoios Transliteration C: ikriopoios Beta Code: i)kriopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A maker of scaffolding or benches, Poll. 7.125.

Greek (Liddell-Scott)

ἰκριοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων ἴκρια ἢ θρανία, Πολυδ. Η΄, 125.

Greek Monolingual

ἰκριοποιός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ικρία ή θρανία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκριον + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. ζυγο-ποιός, κλειδο-ποιός.